- συγχειρίζω
- Α1. διαχειρίζομαι από κοινού με άλλον2. παθ. συγχειρίζομαι(σχετικά με νόσο) θεραπεύομαι με τον ίδιο τρόπο ή με την ίδια μέθοδο.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + χειρίζω «διαχειρίζομαι, εγχειρίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συγχειρίζειν — συγχειρίζω administer along with pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγχειρίζονται — συγχειρίζω administer along with pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)